- βωστρώ
- βωστρῶ (-έω) (Α)φωνάζω, καλώ κάποιον (συνήθως για να με βοηθήσει).[ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για εκφραστικό σχηματισμό από βω- < βοάω, -ώ*, με συναίρεση (πρβλ. ελαστρέω, -ώ του ελαύνω, καλιστρέω, -ώ του καλώ) και ονοματικό επίθημα -τερ- / -τρο-].
Dictionary of Greek. 2013.